βάσιμος


βάσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
βάσιμος αρχαία ελληνική βάσιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βάσιμος -η, -ο

✦ που έχει βάση, θετικός, βέβαιος: υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
αβάσιμος, αβέβαιος, αόριστος
Επιρρήματα
βάσιμα (Κ βασίμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.