αφύσικος


αφύσικος
Προφορά

Ετυμολογία
αφύσικος μεταγενέστερη ελληνική ἀφύσικος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφύσικος -η, -ο

✦ ο μη φυσικός, ο παρά τη φύση: αφύσικη ανάπτυξη
✦ προσποιητός, επιτηδευμένος: αφύσικο φέρσιμο
✦ τερατώδης: ένα πλάσμα αφύσικο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αφύσικα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.