αφιερώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αφιερώνω αρχαία ελληνική ἀφιερόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αφιερώνω
✦ προσφέρω στο Θεό, στην εκκλησία, στο αντικείμενο της λατρείας μου, ως αφιέρωμα: στεφάνι από αγριολούλουδα κρεμώ κι αφιερώνω (Λ. Πορφύρας)
✦ (γεν.) προσφέρω τιμητικά
✦ αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι σε κάποιο σκοπό: έχει αφιερωθεί αποκλειστικά, στην ανατροφή των παιδιών της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–