αυτουργός
Προφορά
Ετυμολογία
αυτουργός αρχαία ελληνική αὐτουργός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυτουργός -ός, -ό
✦ ο εκτελεστής πράξεως, ιδ. αξιόποινης
✦ ηθικός αυτουργός, αυτός που παρακίνησε τον δράστη στην εκτέλεση της αξιόποινης πράξης (σε αντιδιαστολή προς τον φυσικό αυτουργό, που διέπραξε αυτοπροσώπως το αδίκημα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–