αυτοεξυπηρέτηση
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοεξυπηρέτηση αυτός + εξυπηρέτηση• απόδ. στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου self-service
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοεξυπηρέτηση
✦ προμήθεια εμπορεύματος από τον ίδιο τον πελάτη χωρίς τη μεσολάβηση πωλητή
✦ η ικανότητα κάποιου να φροντίζει για τις καθημερινές βιοτικές του ανάγκες, χωρίς να χρειάζεται βοήθεια από άλλο πρόσωπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–