αυθαιρεσία


αυθαιρεσία
Προφορά

Ετυμολογία
αυθαιρεσία αυθαίρετος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυθαιρεσία

✦ πράξη ή συμπεριφορά που παραβιάζει τα δικαιώματα των άλλων
✦ κατάχρηση εξουσίας
✦ ετσιθελισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.