ατράβηχτος


ατράβηχτος
Προφορά

Ετυμολογία
ατράβηχτος ἀ στερητικό + τραβώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατράβηχτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει τραβηχτεί ή δεν μπορεί να τραβηχτεί
✦ που δεν ανελκύστηκε, δεν τον έσυραν στην ξηρά: καΐκι ατράβηχτο
✦ αυτός από τον οποίο δεν άντλησαν το περιεχόμενό του: βαρέλι ατράβηχτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.