αστραπιαίος


αστραπιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
αστραπιαίος αστραπή

Ερμηνεία
αστραπιαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) γρήγορος, σαν αστραπή: έτρεχε με αστραπιαία ταχύτητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αστραπιαία (Κ αστραπιαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.