ασημικό


ασημικό
Προφορά

Ετυμολογία
ασημικό ασήμι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ασημικό

✦ ιδ. πληθ. τα ασημικά, αργυρά σκεύη ή κοσμήματα: ήρθε απ’ την πόλη νιος πραματευτής… μ’ασημικά και χρυσικά (Ι. Γρυπάρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.