αρχείο
Προφορά
Ετυμολογία
αρχείο αρχαία ελληνική ἀρχεῖον, πιθανόν από κάποιο επίθετο ἀρχεῖος, -α, -ον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αρχείο
✦ μέρος όπου φυλάγονται έγγραφα
✦ συλλογή από αρχέτυπα ή πρωτόγραφα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, που φυλάγονται για την επιβεβαίωση γεγονότων ειδικού ή γενικού ενδιαφέροντος
✦ η αρχειοθήκη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–