αρκανικός


αρκανικός
Προφορά

Ετυμολογία
αρκανικός └γαλλ┘ arcane – └αγγλ┘arcane

Ερμηνεία
επίθετο┘ αρκανικός -ή, -ό

✦ η λ. για να χαρακτηρίσει ενέργεια, διαδικασία κτλ. της οποίας το μυστικό δεν πρέπει να είναι γνωστό παρά μόνο στους μυημένους: γλύπτες που όταν τους επισκεφτείς στο ατελιέ τους νομίζουν πως πρέπει να σου εξηγήσουν όλα τα αρκανικά μυστήρια που είχαν την πρόθεση να βάλουν στο έργο τους (Γ. Σεφέρης)
✦ (γεν.) μυστήριος, μυστικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.