απόπειρα
Προφορά
Ετυμολογία
απόπειρα αρχαία ελληνική ἀπόπειρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απόπειρα
✦ δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια που δεν έφερε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα
✦ (νομ.) αρχή εκτελέσεως αξιόποινης πράξεως: απόπειρα ληστείας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–