απρόσβλητος
Προφορά
Ετυμολογία
απρόσβλητος ἀ στερητικό + προσβάλλω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απρόσβλητος -η, -ο
✦ που δεν έχει προσβληθεί ή δεν κινδυνεύει να προσβληθεί: η θέση είναι απρόσβλητη
✦ ο ακαταμάχητος
✦ (μτφ. ) που δεν έχει θιγεί
Συνώνυμα
άτρωτος ,άθικτος, απείραχτος
Αντίθετα
ευπρόσβλητος
Επιρρήματα
απρόσβλητα (Κ απροσβλήτως)