απραξία
Προφορά
Ετυμολογία
απραξία αρχαία ελληνική ἀπραξία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απραξία
✦ αδράνεια, αργία: κάνω τη δουλειά που πρέπει, αλλά μου μένουν συχνά και ώρες απραξίας (Γ. Θεοτοκάς)
✦ έλλειψη εμπορικών συναλλαγών, στασιμότητα των εργασιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–