αποψιλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποψιλώνω αρχαία ελληνική ἀποψιλόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποψιλώνω
✦ μαδώ τις τρίχες
✦ απογυμνώνω έκταση από τη βλάστησή της με μηχανικά ή άλλα μέσα
✦ (μτφ. ) αποδυναμώνω, εξασθενίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–