αποφορά
Προφορά
Ετυμολογία
αποφορά αρχαία ελληνική ἀποφορά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποφορά
✦ δυσάρεστη οσμή, κακοσμία από αναθυμίαση ή εξάτμιση: η αποφορά της αποσύνθεσης του ψοφιμιού που σε πιάνει από το λαιμό (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
μπόχα, δυσοσμία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–