αποστηθίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αποστηθίζω μεταγενέστερη ελληνική ἀποστηθίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποστηθίζω
✦ μαθαίνω κάτι για να το επαναλάβω από μνήμης, απομνημονεύω: διάβαζα και ξαναδιάβαζα· όσο που το αποστήθισα το μάθημα (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–