αποπνιγμός


αποπνιγμός
Προφορά

Ετυμολογία
αποπνιγμός μεταγενέστερη ελληνική ἀποπνιγμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αποπνιγμός

✦ δυσκολία της αναπνοής, δυσφορία που προκαλείται από εισπνοή μολυσμένου αέρα
✦ στραγγαλισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.