απομύζηση


απομύζηση
Προφορά

Ετυμολογία
απομύζηση απομυζώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απομύζηση

✦ αναρρόφηση, βύζαγμα
(μτφ. ) εκμετάλλευση, απόσπαση χρημάτων

Συνώνυμα
αφαίμαξη, μάδημα, ξεζούμισμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.