αποκαλύπτω
Προφορά
Ετυμολογία
αποκαλύπτω αρχαία ελληνική ἀποκαλύπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποκαλύπτω
✦ ξεσκεπάζω, φανερώνω: ο μάρτυρας απεκάλυψε τους δράστες της κλοπής
✦ φέρνω στη δημοσιότητα, ανακοινώνω: απεκάλυψε μυστικές συναντήσεις με τον απατεώνα
✦ (μέσ.) αποκαλύπτομαι, θεωρώ κάποιον κατά πολύ ανώτερό μου, «του βγάζω το καπέλο»
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–