αποβολή
Προφορά
Ετυμολογία
αποβολή αρχαία ελληνική ἀποβολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποβολή
✦ απόρριψη, αποπομπή, το διώξιμο
✦ (ειδ.) ποινή που επιβάλλεται σε μαθητή και τον υποχρεώνει να βγει από την τάξη ή τον απομακρύνει από το σχολείο για ορισμένο χρονικό διάστημα
✦ (ειδ.) ποινή που επιβάλλεται σε κάποιον που μετέχει σε συνέλευση και τον υποχρεώνει να απομακρυνθεί από το χώρο που τελείται η συνέλευση |(ιατρ.) αυτόματη διακοπή της κυοφορίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–