απαιδευσία
Προφορά
Ετυμολογία
απαιδευσία αρχαία ελληνική ἀπαιδευσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απαιδευσία
✦ η κατάσταση του απαίδευτου, έλλειψη μορφώσεως, αμάθεια: απαιδευσία του λαού
Συνώνυμα
αγραμματοσύνη, αμορφωσιά
Αντίθετα
μόρφωση, παίδευση
Επιρρήματα
–