απαγορεύω
Προφορά
Ετυμολογία
απαγορεύω αρχαία ελληνική ἀπαγορεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απαγορεύω
✦ διατάζω να μη γίνει ή να μη γίνεται κάτι, δεν επιτρέπω, εμποδίζω κίνηση, δράση, λειτουργία κτλ.: ο γιατρός του απαγόρευσε το κάπνισμα (ή να καπνίζει) – απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων στο κέντρο της Αθήνας – απαγορεύεται η είσοδος – απαγορευμένος καρπός (ο καρπός που γεύτηκαν οι πρωτόπλαστοι· κατ’ επέκτ. το ηθικά μη παραδεκτό)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επιτρέπω, εγκρίνω
Επιρρήματα
–