αοριστολογικός


αοριστολογικός
Προφορά

Ετυμολογία
αοριστολογικός αοριστολογία

Ερμηνεία
επίθετο┘ αοριστολογικός -ή, -ό

✦ ασαφής, που εκφράζει κάτι το αόριστο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αοριστολογικά (Κ αοριστολογικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.