αξίωμα
Προφορά
Ετυμολογία
αξίωμα αρχαία ελληνική ἀξίωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αξίωμα
✦ ανώτερη διοικητική θέση, βαθμός: πολιτικό – στρατιωτικό – εκκλησιαστικό αξίωμα
✦ (φιλοσ. – μαθημ.) γενική πρόταση, αρχή αυταπόδεικτη ή αναπόδεικτη: δε συμφωνώ με όσους πιστεύουν πως είναι αυταπόδεικτο το αξίωμα που λέει ότι «πατριωτική» ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–