αντινομισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αντινομισμός αντί + νόμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αντινομισμός
✦ κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η τάση και διδασκαλία που απορρίπτει το κύρος του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης και γεν. τον ηθικό νόμο της Αγίας Γραφής και διακηρύσσει την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–