αντίτιμο
Προφορά
Ετυμολογία
αντίτιμο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἀντίτιμος, -ος, -ον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντίτιμο
✦ η αξία πωλούμενου πράγματος σε χρήμα: το αντίτιμο του εισιτηρίου
✦ συνέπεια, αποτέλεσμα: οι χλευασμοί από τον τύπο ήταν το αντίτιμο των ψευδολογιών του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–