αντίσωμα
Προφορά
Ετυμολογία
αντίσωμα αντί + σώμα• απόδοση του └αγγλ┘όρου antibody
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντίσωμα
✦ φυσική πρωτεϊνική ουσία που υπάρχει στον ορό του αίματος ή σχηματίζεται ως απάντηση σ’ ένα αντιγόνο, στο οποίο αντιδρά για να εξουδετερώσει τα τοξικά του αποτελέσματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–