αντίλαλος
Προφορά
Ετυμολογία
αντίλαλος μεταγενέστερη ελληνική ἀντίλαλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αντίλαλος
✦ ήχος που επιστρέφει, αντανάκλαση ήχου: γκλαν γκλαν τα σήμαντρα της εκκλησίας, γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι της ερημίας (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
αντήχηση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–