ανοστάλγητος
Προφορά
Ετυμολογία
ανοστάλγητος ἀ στερητικό + νοσταλγώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανοστάλγητος -η, -ο
✦ αυτός που δεν αισθάνεται ή δεν αισθάνθηκε νοσταλγία
✦ αυτός που δεν προκαλεί νοσταλγία, που δεν τον νοσταλγεί κανείς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–