ανονείρευτος


ανονείρευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανονείρευτος ἀ στερητικό + ονειρεύομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανονείρευτος -η, -ο

✦ ο χωρίς όνειρα: ύπνος ανονείρευτος
(μτφ. ) ανέλπιστος, απροσδόκητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.