ανιλίνη
Προφορά
Ετυμολογία
ανιλίνη └γαλλ┘ aniline
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανιλίνη
✦ οργανική ένωση που χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωμάτων, φαρμάκων, εκρηκτικών, πλαστικών και στη βιομηχανία παραγωγής φωτογραφικών και ελαστικών προϊόντων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–