ανεχόρταγος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεχόρταγος ανε- στερητικό + χορταίνω
Ερμηνεία
ανεχόρταγος
✦ -η, -ο κ. -στος, -η, -ο επίθ. αυτός που δεν χορταίνει, αχόρταγος, άπληστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεχόρταγα κ.ανεχόρταστα, άπληστα, ακόρεστα:ανεχόρταγα φιλιέται στα νυχτιάτικα κοιμητήρια (Ν. Καρούζος)