ανεχτίμητος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεχτίμητος ἀ στερητικό + εκτιμώ
Ερμηνεία
ανεχτίμητος
✦ κ. ανεχτίμητος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτίμητος, -ος, -ον) που δεν εκτιμήθηκε ακόμη, δεν καθορίστηκε η τιμή του: κληρονομιά ανεκτίμητη
✦ που δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί, που έχει ανυπολόγιστη αξία: ανεκτίμητος συνεργάτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεκτίμητα (Κ ανεκτιμήτως)