ανεπάντεχος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεπάντεχος ἀ στερητικό + απαντέχω (= περιμένω, προσδοκώ)
Ερμηνεία
ανεπάντεχος
✦ κ. ανεπάντεχος, -η, -ο επίθ. απροσδόκητος, απρόβλεπτος: ήρθε μια ακάλεστη στιγμή και μια αναπάντεχη ώρα (Ι. Ζερβός)
Συνώνυμα
ξαφνικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αναπάντεχα κ.ανεπάντεχα