ανεξιθρησκία


ανεξιθρησκία
Προφορά

Ετυμολογία
ανεξιθρησκία ανεξίθρησκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανεξιθρησκία

✦ ανεκτική στάση απέναντι στις ξένες θρησκείες
✦ (ειδ.) η νομική προστασία του κράτους προς κάθε θρησκεία, πέρα από την επίσημα αναγνωριζόμενη, ο συνταγματικά κατοχυρωμένος σεβασμός της θρησκευτικής συνείδησης του ατόμου

Συνώνυμα

Αντίθετα
μισαλλοδοξία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.