ανεξευγένιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεξευγένιστος αν- στερητικό + εξευγενίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεξευγένιστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν εξευγενίστηκε, δεν εκπολιτίστηκε
✦ (για ζωικό ή φυτικό είδος) που δεν βελτιώθηκε με επιστημονικές μεθόδους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεξευγένιστα