ανεξαγόραστος


ανεξαγόραστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεξαγόραστος αν- στερητικό + εξαγοράζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεξαγόραστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν εξαγοράστηκε ή δεν μπορεί να εξαγοραστεί: με τις εσωτερικές αυλές πλημμυρισμένες από μια ανεξαγόραστη μελαγχολία (Γ. Σεφέρης)
✦ (για πρόσ.) αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να δωροδοκηθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανεξαγόραστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.