ανελκυστήρας


ανελκυστήρας
Προφορά

Ετυμολογία
ανελκυστήρας ανελκύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανελκυστήρας

✦ μηχάνημα για την ανύψωση φορτίων μεγάλου βάρους
✦ αναβατήρας, ασανσέρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.