ανεβαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
ανεβαίνω από τον αόρ. ἀνέβην του αρχαίου ελληνικού ἀναβαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανεβαίνω
✦ πηγαίνω προς τα πάνω: γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που τρίζουν (Γ. Σεφέρης)
✦ επιβιβάζομαι
✦ υψώνομαι: στο ρόδινο, μακάριο φως να με ανεβαίνω της αυγής (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (κ. μτφ.): ανέβηκε στα ψηλότερα αξιώματα
✦ αποκτώ κύρος, φήμη: τελευταία, έχει ανέβει πολύ
✦ φρ. ανεβαίνω στον θρόνο, γίνομαι βασιλιάς – μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, εξοργίστηκα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κατεβαίνω
Επιρρήματα
–