αναψύχω


αναψύχω
Προφορά

Ετυμολογία
αναψύχω αρχαία ελληνική ἀναψύχω

Ερμηνεία
ρήμα αναψύχω

✦ υποβάλλω σε νέα ψύξη
(μτφ. ) δροσίζω, ξεκουράζω, αναζωογονώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.