αναστατώνω


αναστατώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αναστατώνω μεταγενέστερη ελληνική ἀναστατόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αναστατώνω

✦ φέρνω άνω κάτω, προκαλώ αναστάτωση
(μτφ. ) προκαλώ σύγχυση, αναταραχή
✦ (κ. παθ.): αναστατώθηκε ο κόσμος μ’ αυτές τις διαδόσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
τακτοποιώ, συγυρίζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.