αναδρομικός


αναδρομικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναδρομικός αναδρομή

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναδρομικός -ή, -ό

✦ ο της αναδρομής, ο αναφερόμενος σε προηγούμενο χρόνο, σε πράγματα, στοιχεία του παρελθόντος: ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ
✦ τα αναδρομικά ως ουσ., αμοιβές που ανάγονται σε παρελθόντα χρόνο, που καταβάλλονται εκ των υστέρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναδρομικά (Κ αναδρομικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.