αναβολικός
Προφορά
Ετυμολογία
αναβολικός αρχαία ελληνική ἀναβολικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναβολικός -ή, -ό
✦ που συντελεί στην ανύψωση κ. μτφ. στη βελτίωση: αναβολικές ενέσεις
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. ουδ. τα αναβολικά ως ουσ., ουσίες φαρμακευτικές που χρησιμοποιούν ιδ. οι αθλητές για να βελτιώσουν την απόδοσή τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–