ανάγνωσμα
Προφορά
Ετυμολογία
ανάγνωσμα μεταγενέστερη ελληνική ἀνάγνωσμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ανάγνωσμα
✦ καθετί που διαβάζεται απλά, χωρίς να απαιτείται έρευνα και βαθύτερη μελέτη
✦ απόσπασμα από εκκλησιαστικό κείμενο, που διαβάζεται κατά τις ιερές ακολουθίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–