αμόκ
Προφορά
Ετυμολογία
αμόκ ξεν. amok
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το αμόκ
✦ μορφή μανίας, που χαρακτηρίζεται από έντονη επιθυμία για φόνο
✦ κάθε είδος μανίας που εκδηλώνεται με πράξεις βίας
✦ (γεν.) για ενέργεια, συμπεριφορά κτλ. απειθάρχητη και ανεξέλεγκτη: ο βαθμός της κακοποίησης των τηλεοπτικών μεταδόσεων από το διαφημιστικό αμόκ, με την οπτική και ηχητική ρύπανση… (Νάσος Βαγενάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–