αμφισβητώ
Προφορά
Ετυμολογία
αμφισβητώ αρχαία ελληνική ἀμφισβητῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αμφισβητώ -είς, -εί
✦ διαφωνώ, διατυπώνω αντιρρήσεις, αρνιέμαι
✦ διχογνωμώ, φιλονικώ
✦ (νομ.) αρνούμαι δικαίωμα ή προβάλλω αξίωση
✦ (παθ.) αμφισβητούμαι, υπόκειμαι σε αμφισβήτηση: δεν αμφισβητείται η καλή του πίστη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συμφωνώ, παραδέχομαι
Επιρρήματα
–