αμείλιχτος


αμείλιχτος
Προφορά

Ετυμολογία
αμείλιχτος αρχαία ελληνική ἀμείλικτος

Ερμηνεία
αμείλιχτος

✦ κ. αμείλιχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) αυτός που δεν καταπραΰνεται, που δε μαλακώνει η καρδιά του
✦ σκληρός, δύσκολος: αμείλικτα ερωτήματα

Συνώνυμα
ασυγκίνητος, άσπλαχνος, αδυσώπητος
Αντίθετα
μειλίχιος, ήπιος, πράος
Επιρρήματα
αμείλικτα κ.αμείλιχτα (Κ αμειλίκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.