αλουλούδιστος
Προφορά
Ετυμολογία
αλουλούδιστος ἀ στερητικό + λουλουδιάζω – λουλουδίζω
Ερμηνεία
αλουλούδιστος
✦ κ. αλουλούδιστος, -η, -ο επίθ. ο χωρίς άνθη, που δεν έβγαλε λουλούδια
✦ (μτφ. για πρόσ.) ο χωρίς χαρές στη ζωή
Συνώνυμα
άνανθος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αλουλούδιαστα κ.-ιστα