αλεπτολόγητος
Προφορά
Ετυμολογία
αλεπτολόγητος ἀ στερητικό + λεπτολογώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλεπτολόγητος -η, -ο
✦ αυτός που δεν εξετάστηκε με ακρίβεια σε όλες του τις λεπτομέρειες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αλεπτολόγητα (Κ αλεπτολογήτως), χωρίς σχολαστική εξέταση